Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

‘’ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ‘’ // ‘’Μ’ΑΝΑΒ(Η)ΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ’’

Ανοίγεις το ‘’χαζοκούτι’’, συντονισμένος είσαι στις ειδήσεις των οχτώ. Μαζί με ήχο και εικόνα, -για την καλύτερη αποτύπωση, για την καλύτερη αποστήθιση-, υλικό βιασμού… μετά θανάτου. Επτάχρονης στις τουαλέτες σχολείου. Δεκαεπτάχρονης μέσα στο σπίτι της. Εικοσιεπτάχρονης σε μέσο μαζικής μεταφοράς. Ωμή η βία κατά των γυναικών. Στη Βόρεια Ινδία, στο Νέο Δελχί. Στεναχωριέσαι, βαρυγκωμάς, θυμώνεις που είσαι γυναίκα. Το αδύναμο το φύλο πότε επιτέλους θα γίνει δυνατό; Κυλάει κι ένα δάκρυ στο τσακίρ το συναίσθημα. Τα αποτρόπαια του κόσμου τούτου! Για μια στιγμή σου κρατά. Την αγανάκτηση του ενός λεπτού σκόνη σ’ την κάνει η χιλιομετρική απόσταση. Αυτή  σου τον απαλύνει τον πόνο.  Σε κάνει και ξεχνιέσαι και μαζί ξεχνάς πως... Ο βιασμός και το έγκλημα δεν έχει χώρα, δεν
έχει χρώμα. Ούτε καταγωγή και σύνορα... δεν έχει η φρίκη.

Λένε πως ο βιαστής είναι ο υπερήφανος της σεξουαλικής του επάρκειας. Λένε πως ο βιαστής είναι ο βασανιζόμενος του φόβου της σεξουαλικής του ανεπάρκειας. Παίζει με τις σχέσεις εξουσίας. Με την εξευτελιστική αντικειμενοποίηση της γυναίκας. Φτιάχνεται με την εφιαλτική κακοποίηση του υποχείριού του. Του υποταγμένου θηλυκού. Αυτός ο σεξουαλικά επιβεβαιωμένος. Το θύμα η σεξουαλικά υποβαθμισμένη. Αυτά τα κομψά τα αφήνω στους ειδικούς, στους επιστήμονες. Στους αναλυτές των ψυχών.

Εγώ λέω, βιαστής είναι ο σεξιστικός εγκληματίας. Λέω πως βιαστής είναι ένα σεξιστικό παχύδερμο, φασιστόμουτρο. Ο βιασμός από μόνος του είναι έγκλημα. Εχθρότητας κι επιθετικότητας. Όταν όμως συνοδεύεται και με απώλεια ζωής δεν έχω τη λέξη την σωστή να πω τι είναι. Ειδικά, όταν πρόκειται για την δική μου τη Ζωή. Τη Ζωή, που βίασες κι έκαψες εσύ υπεροπτικό τομάρι της αντρικής σου (αν)επάρκειας, χοντρόπετσο σαρκίο, κύριε Χ... Εσύ που μοστράρεις ταμπέλα έξυπνη και χιουμοριστική έξω από το μανάβικό σου, «Μ’ανάβεις στην κρίση». Εσύ μ’ανάβεις, εσύ με σβήνεις. Εσύ… στην κρίση, εγώ σε κρίση. Κι αναλύω ταμπέλες. Εγώ που τις σιχαίνομαι. Που δεν τις ‘’κάρφωσα’’ ποτέ σε ανθρώπους. Τώρα ψάχνω μία να στην μπήξω βαθιά… να δεις τι ζημιά μπορώ να κάνω. Αντιστρόφως ανάλογα τα πράγματα. Να σε δω με κατεβασμένα τα παντελόνια. Να αφοδεύεις τρόμο. Αφροί στο στόμα σου να με παρακαλάν να πάρω τα χέρια μου από πάνω σου, να σε λυπηθώ. Η μουχλιασμένη σου ανάσα ξερνάει τα ερωτικά τα όνειρά σου. Παζάρια κάνεις για τη ζωή σου. Εγώ να πεθαίνω από τα γέλια κι απ’ τα γελοία τα παρακαλετά σου. Να μάθεις κι εσύ πως η ζωή είναι περιέργως αγρία. Να σε καμαρώνω να κατουριέσαι από απόγνωση, όταν θα ξέρεις πως είμαι ο εν δυνάμει φονιάς σου.

Από τα ξημερώματα της 27ης του Δεκέμβρη, η είδηση με χτυπά -χταπόδι-  με αλύπητη ενέργεια. Το χταπόδι, όσο το χτυπάς τόσο απλώνει. Καταπίνω δυο xanax και μαζί το ακουστικό του τηλεφώνου. Ουρλιάζω σε κατάσταση ύπνωσης. Τα βάζω με λαχανιασμένες σειρήνες. Βρίζω αφυδατωμένους μπάτσους. Τα όμορφα μυαλά, όμορφα καίγονται. Παροξυσμός. Νομίζω από τότε δεν έχω αλλάξει θέση. Ούτε ρούχα. Και το παράθυρο δεν άνοιξα. Κι ο πρωινός ελληνικός καφές μου, βράζει και χύνεται. Και το πλυντήριο ακόμα... στροφές παίρνει. Τα χειμωνιάτικα τα φρούτα σάπισαν. Έχω μείνει εκεί που με βρήκε το μαντάτο. Με μάτια παραφουσκωμένα κόκκινα χριστουγεννιάτικα μπαλόνια. Με τη γεύση ξεραμένου αίματος. Χολεριασμένου σπέρματος ‘’ανθρωπο-χοίρου’’. Θα με πάρει καιρός να ξεκουνήσω. Ο ύπνος τώρα πια έρχεται μαζί με την αϋπνία. Δέχομαι μπαράζ επιθέσεων πόνου. Εδώ συμβαίνει. Τον ρουφάω. Τον καταπίνω αργά. Τώρα μου συμβαίνει. Ή αυτός θα σκάσει από ασφυξία ή εγώ. Χαϊδεύω το κεφάλι μου να τον καλοπιάσω. Τραβάω τα μαλλιά να τον ξεριζώσω. Στρώνω χαρτιά να τον γράψω. Ξύνω μολύβι κι αντί για ‘’μύτη’’ γεννάει ξυράφι. Το μολύβι είναι όργανο αυτοκαταστροφής. Με κόβει. Με σφάζει. Αίμα παντού. Είναι το κόκκινο, το αιώνιο της μαχόμενης αγάπης. Οι λέξεις είναι οι φίλες μου. Οι λέξεις έχουν δύναμη φωτιάς. Μολότοφ. Έχουν δύναμη ύλης εκρηκτικής. Να τον κάψω, θέλω , αυτόν τον πόνο. Αν τον αφήσω ελεύθερο και του δώσω φωνή, θα ξεκουφάνει τον κόσμο όλο. Έτσι και τον αφήσω ελεύθερο θα με φάει ζωντανή. Φοβάμαι, τον  φοβάμαι.



Να σου γράψω το κύκνειο το γράμμα του (απο)χαιρετισμού, του (από)χωρισμού, προσπαθώ ξανά και ξανά. Παίρνω κόκκινο στυλό. Μας στοίχειωσε το χρώμα. Ματωμένα γράμματα, ξαπλώνουν άτακτα ανάσκελα στα πατώματα. Πτώματα παντού. Φέρνω τούμπα όλους τους κανόνες της γραμματικής. Δεν ξέρω να ξεχωρίσω το ρήμα απ’ το επίρρημα, το ουσιαστικό απ’ το επίθετο. Τα σημεία στίξης τα παρατάω όπου βρω. Δεν έχω σκέψη. Κάνω πως γράφω. Κάνω να γράψω. Η λύπη φίλε μου βλέπεις δεν γράφεται. Το χέρι πάει μόνο του… Δίψα και πείνα. Γεμίζει εκατοντάδες κόλλες αναφοράς με το… ‘’Η Ζωή εν τάφω’’… ‘’Η Ζωή εν τάφω’’… ‘’Η Ζωή εν τάφω’’… Τι δουλειά έχει πάλι η Μεγάλη Παρασκευή, μες στον Δεκέμβρη μήνα; Τελειώνουν τα χαρτικά και συνεχίζω με τις ντουλάπες. Τα νύχια μου τ’ αφήνω πάνω τους.  Έχουν σειρά οι τοίχοι. Τους γδέρνω με μανία. Το μάρμαρο το καθαρό, το σαπουνίζω με λύσσα. Άσπρη πέτρα ξέξασπρη το θέλω. Στο άλλο, το λερωμένο, αφήνω λεκέδες.



Χριστού-γεννα σχεδόν, λίγο μετά… Ξεστολίζω φάτνη, στολίζω τάφο. Νοερώς. Το έλατο το κάνω κυπαρίσσι, νοερώς. Τα χαζοχαρούμενα λαμπάκια, γίνονται θλιμμένα κεριά. Το κονιάκ κι εμένα δεν μας πειράζω. Μας  αφήνω στη θέση μας.



Και βουίζουν στ’ αφτιά μου σαν ξεκούρδιστα ραδιόφωνα κι όλα τα παρηγορητικά. Με λιβανίζουν. Χαλασμένες φωνές των πιστών στο Θεό και των απίστων… ‘’ Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός’’, ‘’ Η ζωή είναι ένα διάλειμμα. Είναι το μεσοδιάστημα. Έχει και συνέχεια που εμείς δεν γνωρίζουμε’’,  ‘’Οι ψυχές ζουν και περιφέρονται ανάμεσά μας…’’ , ‘’Οι καλοί γίνονται άγγελοι, δεν είναι για τούτον τον κόσμο. Κατοικούν στον ουρανό και μας προσέχουν’’… ‘’ Ήτανε τέτοιο το γραφτό... απ΄ την μοίρα του κανείς δεν ξεφεύγει’’ και μπλα  μπλα. Και ξανά μπλα μπλα. Λόγια καταπραϋντικά, που σου πουλάνε placebo. Σου μαστουρώνουν την ψυχή και την ωδίνη. Λόγια κατευναστικά σαν αλοιφές επουλωτικές  σε έγκαυμα, λιγδιάρικες. Που τα απομεινάρια λαδιού τους σε ανατριχιάζουν και σε αηδιάζουν. Λόγια που μου ταΐζουν το θυμό.

 Πώς μπορεί να σμίγει ο άνθρωπος με τον ουρανό;



Τις τελευταίες μέρες παίζει βρόχα δυνατή και κρύο. Παγωμένοι άνθρωποι σε ψυχρό τόπο. Ακούω το μετεωρολογικό δελτίο. «Η θερμοκρασία από δω και πέρα στη Θεσσαλονίκη, θα είναι μονίμως μείον Ζωή». Κι εγώ να τα χάνω. Τα μυαλά, τα πόδια και τα κουράγια κάτω από τη γη. Τώρα εγκαταλείψαμε  κι οι δυό. Δεν μένει καμιά μας σε τούτη την πόλη. Στην πόλη της εμμονής. Φοράω μούτρο χειμωνικό. Πλαστικά μάτια. Πάνινη κούκλα ντύνομαι. Να σ’ αγαπάω και μόνο και μονάχα ξέρω και μπορώ. Να σου ψιθυρίζω τραγουδάκι από Τρύπες. «Πες μου μαμά… πες μου τι γίνεται μ’ εκείνα τα παιδιά, που αν και γεννιούνται κανονικά, δεν μεγαλώνουν κανονικά, δεν ονειρεύονται κανονικά, δεν ερωτεύονται κανονικά. Πες μου μαμά… Πες μου αν πεθαίνουν, πες μου αν πεθαίνουν κανονικά». Η μαμά δεν μιλά… δεν ξέρει να μου πει. Ούτε η δική σου, ούτε η δική μου. Γυάλινο το στόμα τους. Και μετά σου λέει, οι μεγάλοι τα ξέρουν όλα.

Δεν βρίσκω το δρόμο. Με κάταγμα ψυχής, με κοφτούς βηματισμούς με πάει ο δρόμος σπίτι. (Προ)εξέχω στο ουράνιο, θεϊκό νερό. Χρειάζομαι ένα γερό, απελευθερωτικό ξέπλυμα. Με κρεμάω στην κρεμάστρα. Στεγνώνω την αυθυπαρξία μου. Βάζω τα ρούχα με μητρώα, με πατρική και με όλες τις φροντίδες του κόσμου να κοιμηθούν. Σου μιλάω για τελειωμένη πουτάνα η νύχτα.

 Εγώ πάλι δεν νυστάζω. Και τις φορές που ο ύπνος έρχεται, μαζί κι οι ίδιοι δυο εφιάλτες... Ή περπατάω, λέει, σε τεντωμένο σκοινί κι από κάτω στο κενό, νεκρές γυναίκες ή πέφτω από ταβάνια. Ενώνω δύο πολυθρόνες. Η μία είναι μουδιασμένη, η άλλη κενή. Δεν φύλαξα αποκόμματα από τις εφημερίδες που γράψανε για τα σηψιγόνα νέα. Φίρμα σε κάνανε τα αρπαχτικά της είδησης. Το κοινωνικό πρόσωπο του καινούργιου τραγικού στην Ελλάδα. Δεν κράτησα αποδεικτικό. Να νομίζω πως θα ξανάρθεις. Να παίξουμε την συμμορία της νύχτας. Να στρίψουμε τσιγάρο. Να προσπαθείς να στεγνώσεις με μάνας προσοχή, απροστάτευτο βρεγμένο κουτί σπίρτα που κουβαλάς με μπόρα και με φόρα απ’ τα Λαδάδικα ως την Αισχύλου. Την προχωρημένη την ώρα να ακούμε joy division. Να μαλώνουμε για κωμωδία ή δράμα...; Να κάνουμε... το γύρο του κόσμου όλου μέσα σε μια μέρα, άνευ αποσκευών και λοιπών βαριδίων. Θόρυβος μηδέν. Η σιωπή, είναι η συνενοχή των φιλενάδων. Την παίρνω σημάδι ανοχής δικής μου, σημάδι αντοχής δικής σου. Αυτή θα ‘ναι η τιμωρία μου. Τώρα η σιγή σπάει τζάμια. Λυγίζει μυαλά και καρδιές. Εσύ απ’ την πλευρά σου ό,τι πρόλαβες να μου πεις, μού το ‘πες.



Δε θα σου πω καλό ταξίδι. Δε θα σου πω αντίο. Αν (από)δεχτώ το κατευόδιο σημαίνει πως σε διώχνω. Ή πως παραδέχομαι  φυγή. Κι εγώ δεν είμαι τέκνο της παραδοχής. Μόνο με αναίρεση της πραγματικότητας τη βγάζω καθαρή. Έτσι φέρνω την ισορροπία. Έτσι με φέρνω βόλτα. Η μάνα-παραπλάνηση με σώζει χρόνια.

Εξάλλου, έχουμε αφήσει στη μέση έκθεση φωτογραφίας από το ταξίδι στο Περού. Στις δεκάδες εικόνες που τράβηξες, κατοικούν άνθρωποι εκεί μέσα, ζωντανοί. Αν τους κλείσω σε κουτιά, θα μαραζώσουν. Θα ξεθωριάσει η ιστορία τους. Μισοτελειωμένο μού φόρτωσες κι εκείνο το γοτθικό παραμυθάκι για μεγάλα παιδιά. Το παράτησες με λειψές εικόνες. Εγώ ούτε ένα πρόσωπο στρογγυλό δεν έχω χέρι να κάνω. Ούτε μια τρύπα στο νερό. Κι οι ευθείες μου γραμμές χτυπημένες από σεισμικές δονήσεις. Πώς να εγκαταλείψω τις έτοιμες τις λέξεις μου δίπλα σε μάγισσες ορφανές από σκούπες και σε νεράϊδες χωρίς ραβδιά; Μαύρο έπεσε πανί  και στο «Θέλμα και Λουίζ». Αλληλοϋπόσχεση είχαμε δώσει να το πάρουμε το ρίσκο. Πράξη ένα καλοκαίρι να το κάνουμε το σενάριο, το κινηματογραφικό.

Μα δεν βγαίνουν τα όνειρα αληθινά...

Καταψύχω στη μνήμη όλα όσα ζήσαμε. Στην φορμόλη... Ταξίδια, ξύδια, μουσικές, συναυλίες, χρώματα και γκράφιτι. Φακελώνω... Την τάξη μας, την αταξία μας. Τις διαμαρτυρίες και τους συμβιβασμούς μας. Τις πορείες και τις απορίες μας. Τα λάθη και τα πάθη μας. Τα ‘’επιτρέπονται’’ και τα ‘’απαγορεύονται’’. Στριμώχνω στα μάτια μου να χωρέσει φωτογραφία μας. Εγώ θαμπή, αχνή. Εσύ της φωτογένειας, ζωηρή. Την περιφέρω από δω κι από κει. Στοιβάζω αναμνήσεις με σειρά χρονολογική. Όσα δεν κάναμε τα περιμένω. Πατάω του standby το πλήκτρο και περιμένω.

Με μπαλώματα δεν τα γεμίζεις της ψυχής τα άδεια.

Τη νύχτα που το πορτοκαλένιο φεγγάρι θα τσακίσει την απόσταση, θα κατρακυλήσει χαμηλά και θα ξεβράσει στο μπαλκόνι μου, ηλιακό ρολόι, τη νύχτα εκείνη την κατατονική, θα παραφυλάς να διώξεις μακριά όλους μου τους εφιάλτες. Κλωτσιά στις κλεψύδρες θα δώσεις κι εγώ τρικλοποδιά θα βάλω στις αποστάσεις. Δίκαιη ανταλλαγή για ξορκισμό πληγών. Κι αν πάλι δε σε φτάσω, ούτε δια ξηράς, ούτε δια αέρος, ούτε δια θαλάσσης τότε θα πεθάνω από μοναξιά.



Φήμες σε θέλουν να κάνεις τσάρκες με τσοπεράδες  και να πίνεις μαργαρίτες σε νησιά. Εγώ εδώ σόλο τις μαδάω. Να βγει το συμπέρασμα.

Με ή άνευ του λουλουδιού...

Ξέρω πως μ’ αγαπάς. Κι εγώ. Πολύ. Να με προσέχεις. Να με προστατεύεις από αυτά που με θρέφουν και μετά με καταστρέφουν, θέλω.

Εις το επανιδείν, λοιπόν. Καλή αντάμωση.

Τα καινούργια Χριστούγεννα ήρθαν πάλι στην πόλη. Η καινούργια πρώτη του νέου χρόνου, προ των πυλών…
Aόρατος ο τοίχος και δεν σε φτάνω για τις ευχές.

ΤΕΛΟΣ.

                                                                             Μαίρη Γεωργιοπούλου

1 σχόλιο:

  1. ΣΤΑΘΕΡΗ ΑΞΙΑ Η ΜΑΙΡΗ ΚΑΙ ΑΣ ΜΗ ΠΩΛΕΙΤΑΙ!ΚΑΛΗ ΑΡΧΗ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ...ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟΥΣ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή