Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Κλέφτης, Του Στέλιου Μοίρα

Από τη στιγμή που ο αστυνομικός του επέστρεψε την ταυτότητα, έμεινε να κοιτάζει το όνομά του για κάποια δευτερόλεπτα λες και δεν το είχε δει ποτέ γραμμένο. Κι όντως έτσι ήταν, ακούγοντάς το μόνο, εδώ και χρόνια, από λογής χείλια και φωνές, σαν φθόγγους που έπρεπε κάθε φορά να σημαίνουν κάτι για εκείνον, να προδιαγράφουν και να στοχοποιούν ένα νόημα που πια, αυτή τη στιγμή που χαζεύει το κάθε γράμμα και την αλυσίδα που αυτό σχηματίζει με το επόμενο, δεν του προκαλεί κανένα ενδιαφέρον, τουλάχιστον καμία ταυτότητα με τον τρόπο που αυτός την φανταζόταν ως παιδί.
Γραφική αυτή η σκέψη ως σύλληψη αλλά δύσκολα του έφυγε από το μυαλό την υπόλοιπη ώρα που βρέθηκε να περπατάει στο κέντρο προσπαθώντας να κλείσει τη μύτη του έξω από το «Αττικόν» και την κατάμαυρη αποφορά που έχασκε μέσα από τα διαμπερή συντρίμμια του. Έφερνε στα αυτιά του τον ήχο του μικρού του ονόματος από το στόμα του γιού ή της γυναίκας του. Στη συνέχεια τη μουσικότητα που είχε αυτό μέσα από τη γλυκιά φωνή μιας περασμένης σχέσης  στα πρώτα λεπτά στο κρεβάτι μαζί της, το επίθετο του μεγεθυμένο σαν στριγγιά ορδή καθώς κάποιος λοχαγός τον φώναζε χρόνια πριν σε ένα πεδίο βολής στην Κω. Έπειτα πέρασε στο πρόσωπο του, στην εικόνα που αυτό είχε δηλαδή και του φάνηκε εξίσου δύσκολο να αντιληφθεί τη μορφή του. Σαν κάτι ξένο σκέφτηκε, να υπάρχει σε αυτήν την ιδέα κάνοντας τον να αναρωτιέται αν όντως υπήρξε αληθινός μέσα σε όλες αυτές τις ζωές, ως σύζυγος, ως φίλος ή αν τόσες δεκαετίες κορόιδευε δεκάδες ανθρώπους, ξεγελώντας τους για την αγάπη και τη φροντίδα που τους είχε. Αυτή τη στιγμή όμως του ήταν πραγματικά δύσκολο να συνδέσει τον εαυτό του με όσους ζούσε κοντά, σαν ένα σύμπτωμα καθαρής σφαιρικής αμνησίας όπου για λίγα λεπτά αδυνατείς να έχεις βιωματική μνήμη και απλώς πράττεις αυτόματα πράξεις περασμένες μέσα σου συναισθηματικά, να, όπως τώρα που απολάμβανε ένα μοναχικό περίπατο.
Η αλλαγή γύρω ήταν γρήγορη και ήταν εξίσου πικρή κάνοντάς τον να θεωρεί ακόμη πιο πολύ το σώμα του μια σκιά που απότομα, σχεδόν κρυφά προσπερνάει κάθε μικρό γεγονός που ξεδιπλωνόταν μπροστά του ή αντίστοιχα κάθε ακίνητο παρόν που φαινόταν να είναι πια η πόλη μετά τα τελευταία συμβάντα. Τα χέρια του κρύωναν αδιαφορώντας ο ίδιος για αυτό, επιμένοντας να περπατά όχι με ένα άνετο και νωχελικό τρόπο λες και η πόλη προσφερόταν για αυτό. Τα κρατούσε έξω σε γροθιά, δύο γυμνά κομμάτια αντιμέτωπα με τη ψύχρα και την αίσθηση του ακάλυπτου που έμοιαζαν να έχουν οι πάντες και τα πάντα. Για πρώτη φορά ίσως μέσα του αντιλαμβανόταν την αοριστία του, μια αλλόκοτη πειθώ πώς αποτελεί ένα σημείο, μια κουκίδα ανάμεσα σε άλλες, όλες άταχτα βαλμένες σαν αυτά τα παιχνίδια των παιδικών περιοδικών που πρέπει να τις ενώσει ώστε να βγει ένα σχήμα. Σε αυτή την περίπτωση ένα άναρχο σχήμα με σκούρες τρεμουλιαστές κλωστές που συνενώνονται με σκοπό την εμφάνιση μιας ακατάστατης κηλίδας.
Άβολα και υπαινικτικά η όλη αντίληψη που τον κυρίευε εδώ και ώρα έφτασε να τον φέρει μπροστά σε μια ατάραχη γνώση πώς ποτέ του σχεδόν δεν ένιωσε κομμάτι αυτού του συνόλου, κι όχι μόνο αυτός αλλά όλοι. Λες και όλα αυτά τα πανύψηλα κτίρια και τα βρώμικα αυτοκίνητα στάλθηκαν εδώ για κάτι άλλο, εξυπηρετώντας απλά μια μακέτα ενός τρελού σαδιστή. Δρόμοι που απλώθηκαν, πεζοδρόμια που στρώθηκαν, εκατοντάδες πωλητές και υπάλληλοι πίσω από βιτρίνες σαν κομπάρσοι και κάθε άτομο που βρισκόταν τώρα εδώ πίσω του, δίπλα του, πολύχρωμες φιγούρες Lego με τον κυβισμό της σύγχρονης εποχής στα ρούχα, στις τσάντες και στα χαρτιά. Ακριβώς ίδια γνώση (ναι, γνώση πλέον!) με αυτή που νιώθει ότι έχει για το σπίτι του, την οικογένειά του, αόριστοι κι αυτοί πολλές φορές, χαμένοι μέσα στις τακτικές κινήσεις τους όπως το μαγείρεμα και το παιχνίδι.
Σταμάτησε έξω από το «Ιντεάλ» και κατάφερε να χαζεύει τους περαστικούς από το τζάμι της εισόδου, ένα slow καρέ που επέτεινε το ανέβασμα ενός βάθους προς τα πάνω. Πολλές φορές ένιωθε πως σταματώντας τη φυσική του κίνηση σταματούσαν και τα πράγματα (μέσα του). Έμπαινε σε θέση να κοιτάξει ψύχραιμα, να ακουμπήσει για λίγο σε αναμνήσεις και πρακτικές σκέψεις όπως ο υπολογισμός των εξόδων ή ο τρόπος που θα μιλήσει στη γυναίκα του όταν εκείνη έχει νεύρα, τέτοια πράγματα. Υπήρχε ένα σκοτάδι όμως και  μια ένταση από κάθε άνθρωπο που περνούσε, από κάθε κτίριο που έπιανε το μάτι του. Βγήκε από την αποχαύνωση και έπιασε να σύρεται πάλι στο πεζοδρόμιο με τη σιγουριά, μια σιγουριά που από σκέψη κατέληγε πλέον να είναι η ίδια του η όραση, η οπτική, πως τίποτα δεν μπορεί να τον φέρει πίσω, να κατανοήσει τη σχέση που είχε πια με τους υπόλοιπους.
Περνώντας έξω από το κλειστό Metropolis (ένα καταφύγιο δικό του κάποτε για πολλά μεσημέρια και ευχάριστες αναζητήσεις) σφηνώθηκε στο μυαλό του μια ξεκάθαρη αγωνία που πήρε μια περιγραφική εξήγηση: ήταν σαν να μην είχε να πληρώσει το λογαριασμό για τίποτα. Σα να μην είχε να ζήσει και να συντηρήσει κανέναν. Κάτι τέτοιο δεν απείχε από την απτή πραγματικότητα αλλά εκείνη τη στιγμή αποτελούσε μια άλλου είδους απόκοσμη γνωστοποίηση. Μέσα στην τρομοκρατημένη του ματιά ανασύρθηκε η εικόνα Του. Μόνο που δεν ήταν απλώς ανάμνηση. Ήταν όντως κάποιος πίσω του εκείνη τη στιγμή και άλλοι πιο πολλοί κρυμμένοι στα στενά. Ντυμένοι με τα ίδια σκούρα παλτά και τα γυαλισμένα σκαρπίνια, με ένα βήμα που άφηνε απόηχο κλακέτας. Δεν είχαν εξαφανιστεί ούτε στιγμή, ούτε μια μέρα από δίπλα του, πάντα ακολουθώντας τον και ανασαίνοντας τόσο λεπτά και ήρεμα που τους ξέχναγε όποτε αφηνόταν στη ζωή, στη ζωή όπως τη διδάχτηκε να συμβαίνει. Θα ήταν εκεί τις στιγμές που έκανε έρωτα, άγρυπνοι κάτω από τις σανίδες, καθισμένοι στο καπάκι της λεκάνης όποτε έκανε μπάνιο διαβάζοντας τις δικές του εφημερίδες, παίρνοντας τα πουρμπουάρ που άφηνε, σηκώνοντας τις γόπες που πέταγε, δίπλα ακόμη και στα μέχρι τώρα αφεντικά του όποτε αυτά τον απειλούσαν με μειώσεις.
Η ψύχρα τον είχε εκνευρίσει και έψαξε κάπου να κάτσει πάλι μέχρι που στάθηκε στο ψυγείο παγωτών ενός κλειστού περιπτέρου πίσω από ένα διαφημιστικό μουσαμά. Στα πλαϊνά του καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας ήξερε ότι ξεχώριζε η σκιά ενός γείσου. Σίγουρα υπήρχε και καπνός, φαντάζοντας Τον να ρουφάει το τσιγάρο λαίμαργα και η ουσία να ρέει σαν φάσμα μέσα σε ένα απύθμενο χώρο που ήταν απλώς ένα τίποτα, μια απουσία που απλώς φορούσε ρούχα και έπαιρνε όποια μορφή ήθελε κάθε στιγμή.
Από τη τσέπη του έβγαλε ένα ρυτιδιασμένο depon και το μάσησε άτσαλα μέχρι να γίνει σκόνη και να χωθεί στα τοιχώματα των ούλων. Δεν έφυγαν ποτέ τους, απλώς άρχισαν να μας μοιάζουν όλο και περισσότερο σκέφτηκε και το βλέμμα του έπιασε δύο ένστολους που έτρωγαν δίπλα στη μηχανή τους, σα δυο κομπάρσους κι αυτοί, ίδιοι με κάτι βλαμμένους που συναντούσε κάποιος σε σκοτεινά βασίλεια, να περιφέρονται με κόλπα γύρω από αυλικούς και μάγισσες, πεινασμένοι.
Έφερε στο μυαλό του την πρώτη φορά που είχε δει έναν από Αυτούς, σε ένα υπαίθριο λούνα πάρκ που είχε στήσει ο Δήμος όταν ακόμη πήγαινε στην έκτη τάξη του Δημοτικού. Βρισκόταν πίσω από ένα μηχάνημα με κουκλάκια, στριμωγμένα αρκούδια και κουνέλια μαζί με κουτιά από τσιγάρα και ψεύτικα ρολόγια, όλα κάτω από μια άχαρη μεταλλική δαγκάνα που χειριζόταν με ένα μοχλό αποσκοπώντας να πιάσει κάτι από όλα αυτά τα εντελώς τελικά άχρηστα πράγματα. Πρώτη φορά λοιπόν σε ένα από εκείνα τα πραγματικά άκυρα απογεύματα όπου μέσα στην παιδική απεραντοσύνη και βαρεμάρα η ζωή ξαφνικά εμφάνιζε το απόλυτο νόημα (και όποιος ξέρει θα τον καταλάβαινε στ’ αλήθεια μια μέρα) Τον είδε. Ο πατέρας του ζητούσε πάλι δανεικά από το θείο του, αφήνοντας τον να παίξει λίγο με την πιθανότητα μπροστά σε αυτό το μηχάνημα. Ρίχνοντας κέρματα οδηγούσε τη δαγκάνα μπρος πίσω, πάνω κάτω, γραπώνοντας για λίγο κάτι και έπειτα το έχανε. Ήταν λες και αυτό το κατά τα άλλα άψυχο αντικείμενο έβγαζε ψυχή και επιλογή για λίγο και τον άφηνε να γίνεται μάρτυρας στην ίδια του την αδυνατότητα να αποκτήσει κάτι, κακοδιάθετος μετά την αποτυχία του, πιο πολύ λόγω της πεποίθησης που είχε ως παραπονιάρικο παιδί ότι κάποιος άλλος θα πετύχαινε, ακριβώς ο επόμενος. Εκεί λοιπόν, τότε, ήταν που Τον είδε να στέκεται πίσω από ένα πάγκο κοιτάζοντας τη σκηνή που εκτυλισσόταν, όρθιος, ακίνητος καπνίζοντας, αφήνοντας την υποψία όμως ότι ένιωσε μια μικρή κατανόηση για την άδικη τροπή της προσπάθειάς του. Και έπειτα… έπειτα γύρισε κοιτάζοντας για λίγο τον πατέρα του καθώς εκείνος τον πλησίαζε και έπαιρνε το παιδί που ήταν ακόμη τότε, από το χέρι για να φύγουν.
Για μια στιγμή σκέφτηκε να σηκωθεί από το ψυγείο και να πάει προς το μέρος Του, να τον πιάσει και να του πει εδώ είμαι, κάνε ότι θες μόνο μη κοιτάς! Πάρε με, χώσε με κάτω από το παλτό σου, μόνο μην με ακολουθείς! Αντίθετα σηκώθηκε και επέλεξε να κατηφορίσει προς την Ομόνοια και τον ηλεκτρικό καλώντας τον να συνεχίσει.
Μέσα στο τρένο το φώς έμοιαζε να είναι ένα αντανακλαστικό στο σκοτάδι και το θόρυβο που έφερναν οι σταθμοί και οι ράγες. Συνέχιζε να Τον φαντάζεται να έχει πιαστεί από το τελευταίο βαγόνι σαν εκδικητικός Ζορρό, να μαστιγώνεται από την ταχύτητα και να υπομένει μόνο και μόνο για να μην χάσει τα ίχνη του. Ξαφνικά σκέφτηκε πως το τρένο πρέπει να ήταν γεμάτο από Αυτούς, ένας για κάθε επιβάτη, κολλημένοι σαν λειχήνες κάτω από τα καθίσματα, ανάμεσα στους συρμούς ή γδέρνοντας την πλάτη τους στη μηχανή που τρόχιζε τα χαλίκια της διαδρομής, έχοντας κυριεύσει τη νύχτα και την άγνοια όλων όσων αμέριμνοι επέστρεφαν. Κι έτσι συνέχισε να κοιτάζει απ’ έξω ακουμπώντας το κεφάλι του στο παράθυρο μέχρι να φτάσει στη στάση του.
Πριν φτάσει στο σπίτι του άναψε ένα τσιγάρο και διάλεξε να μην κοιτάξει πίσω του, να μπει στο σπίτι ήρεμος, αθόρυβα και να κάτσει σιωπηλός στο μικρό χώρο ανάμεσα στο ψυγείο και τα ντουλάπια μέχρι να νυστάξει, να στερέψει.
Όλοι είχαν κοιμηθεί. Διάλεξε να ανάψει μόνο το μικρό φώς του χολ πιστεύοντας πως το πρωί θα βρισκόταν πάλι ενώπιον όλων αυτών των ανοίκειων και άγνωστων προσώπων, σε ένα σπίτι ξένο και με την ίδια αγωνία να καταλάβει ποιανού τη ζωή έχει, από ποιόν έχει πάρει το πρόσωπο και τις επιλογές.
Έβγαλε τα σκούρα γυαλιστερά παπούτσια του, έπειτα το καπέλο, κρέμασε το παλτό του και χώθηκε στην κουζίνα.
                                                            Στέλιος Μοίρας
                                                             Συγγραφέας
Κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις, Andys Publishers:

Το παγοποιείο, μυθιστόρημα, 2012

 Rogamar, ποιητική συλλογή, 2013

 Sombras X, ποιητική συλλογή, 2014

 Μέσα από τα μάτια της, μυθιστόρημα, 2015


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου